- μυξωμάτωση
- η1. ιατρ. ανάπτυξη πολλαπλών μυξωμάτων ή μυξωματώδης εκφύλιση ενός ιστού2. (κτην.) λοιμώδης νόσος τών κουνελιών που οφείλεται σε ιό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myxomatose (< μύξωμα* + κατάλ. -ωση)].
Dictionary of Greek. 2013.